- ἐλάσματος
- ἔλασμαmetal beaten outneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ακτινοβολούμενης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας. Η αρχή στην οποία βασίζεται το β. είναι απλή: η ακτινοβολούμενη ενέργεια, καθώς απορροφάται τελείως από ένα λεπτότατο έλασμα (πλατίνη ή μαγκανίνη) καλυμμένο από αιθάλη,… … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
βλαστόδερμα — το εμβρυϊκός σχηματισμός σε μορφή ελάσματος, ο οποίος αποτελείται από μία ή περισσότερες στιβάδες κυττάρων … Dictionary of Greek
ελασματοποίηση — η κατεργασία μετάλλου και κατασκευή ελάσματος … Dictionary of Greek
ηλεκτρονόμος — (relais). Ηλεκτρομηχανική διάταξη που χρησιμοποιεί τη μεταβολή του ρεύματος ενός κυκλώματος (κύκλωμα χειρισμού) για να ελέγξει τη λειτουργία ενός άλλου ηλεκτρικού κυκλώματος. Ο η. αποτελείται γενικά από έναν ηλεκτρομαγνήτη και από έναν κινητό… … Dictionary of Greek
θερμοστάτης — Συσκευή ευαίσθητη στη θερμοκρασία του χώρου όπου βρίσκεται (αέρας, αέριο, υγρό κλπ.), η οποία παρέχει αυτόματα μία εντολή χειρισμού, όταν η θερμοκρασία φτάσει την τιμή για την οποία έχει αυτός ρυθμιστεί. Ο συνηθέστερος τύπος θ. είναι ο ηλεκτρικός … Dictionary of Greek
λαπάτσα — η 1. ναυτ. το έμβολο, ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθετο τεμάχιο που χρησιμοποιείται για να στερεώσει ιστό, κεραία ή άλλο αντικείμενο 2. (τεχν.) κοινή ονομασία τής αρμοκαλύπτρας, μεταλλικού ελάσματος που καλύπτει την ένωση άλλων ελασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… … Dictionary of Greek
μεσόφυλλο — το βοτ. ο θεμελιώδης ιστός ο οποίος βρίσκεται μεταξύ τής άνω και τής κάτω επιδερμίδας τού ελάσματος ενός φύλλου, διασχίζεται από το αγωγό σύστημα και έχει κατά κύριο λόγο διαφοροποιηθεί σε φωτοσυνθετικό παρέγχυμα … Dictionary of Greek
παλαμοδιαίρετος — η, ο βοτ. (για φύλλα) αυτός που έχει σχήμα ανοιχτής παλάμης και οι τομές οι οποίες χωρίζουν τους λοβούς προχωρούν πολύ πιο πέρα από το μέσο τού ελάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. palmipartite (< λατ. palma «παλάμη» +… … Dictionary of Greek